ολοταχής

ολοταχής
-ές
αυτός που κινείται με όλη την ταχύτητα που μπορεί να αναπτύξει.
επίρρ...
ολοταχώς
1. με όλη τη δυνατή ταχύτητα, πολύ γρήγορα
2. ναυτικό παράγγελμα για να δοθεί στο πλοίο η μέγιστη δυνατή ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όλ(ο)-* + -ταχής (< τάχος «ταχύτητα»), πρβλ. ισο-ταχής. Η λ. στο επίρρ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • ολοταχώς — επίρρ. βλ. ολοταχής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”